- φυγαγωγός
- φῠγᾰγωγός, όν, ([etym.] φυγάς)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυγαγωγός — όν, Α αυτός που συλλαμβάνει φυγάδες ή αιχμαλώτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, άδος + ἀγωγός. Η λ. αποτελεί εσφ. γρφ. αντί τού λαφυραγωγός] … Dictionary of Greek